1 αποκαλυψις
(ἀ. καὴ γύμνωσις Plut.)
(ἁμαρτίας Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > αποκαλυψις
2 γυμνωσις
(ἀποκάλυψις καὴ γ. Plut.)
(ἐξαλλάττειν τῶν ἐναντίων τέν ἑαυτοῦ γύμνωσιν Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь > γυμνωσις